Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Γράφει ο Ανυπότακτος αγωνιστής Βάσος Λυσσαρίδης



3
5 χρόνια κατοχής και ο συνεπής Αγωνιστής Βάσος Λυσσαρίδης, γράφει στο Φιλελεύθερο για τον πόνο των εκτοπισμένων και για τον εξεφτελισμό του να επισκέφτεσαι το δικό σου σπίτι.

ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ
του Βάσου Λυσσαρίδη
Φιλελεύθερος 19/7/2009
Καθόταν στην αυλή του καφενείου του προσφυγικού συνοικισμού. Η εφημερίδα απλό προκάλυμμα να διαφυλάξει την απομόνωσή του.
Ποτέ δεν φανταζόταν πώς θα διαπερνούσε το συρματόπλεγμα με το διαβατήριο στο χέρι. Όχι γιατί άλλοι το χαρακτήριζαν ραγιαδισμό και αναγνώριση του κατοχικού καθεστώτος.
Όχι. Δεν του το επέτρεπε η δική του περηφάνια.
Όμως τα τελευταία νέα έσπασαν τη διαχρονική του απόφαση. Ο γιατρός του ’δινε λίγο μονάχα χρόνο.Έτσι, χωρίς καν να το πει στην οικογένεια ή σε φίλους, αποφάσισε να επισκεφθεί το σπιτικό του στην Κερύνεια και το λιμανάκι που πρωτογνώρισε την καλή του.
Μόνος, με βαριά καρδιά, πέρασε από το τουρκικό φυλάκιο, με το πρόσωπο σκυφτό, σκυθρωπός, αμίλητος.
Πρωταντίκρυσε την Κερύνεια από το βουνό αλλαγμένη, όμως σαν κατέβηκε στην πόλη όλα ήσαν γνώριμα.
Διστακτικός βάδισε προς το λιμανάκι. Παρέες κουβέντιαζαν φωνακλαδίστικα, χαρούμενα. Πολλές στα ελληνικά.Κάποιοι γνώριμοι τον φώναξαν στο τραπέζι τους.
Κάτι μουρμούρισε κι απομακρύνθηκε βιαστικά. Ούτε που μπόρεσε να φτάσει στη γνώριμη γωνιά του λιμανιού που τόσο συχνά καθόταν με την καλή του.
Πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Στην αυλή βρισκόταν μια Ανατολίτισσα με τη δική της στολή.Κοίταξε στη βεράντα. Η γνώριμη πολυθρόνα τον κοιτούσε απελπισμένη λες και καρτερούσε τη συντροφιά του.
Νe istersin? (Τι θέλεις;).
Την κοίταξε ξυπνώντας από το όνειρο (εφιάλτης). Δεν είπε αυτό που ήρθε ετοιμασμένος να πει. Να δω το σπίτι μου. Δεν θα ’θελε ν’αντικρύσει το νυφικό κρεβάτι που μοιραζόταν με την καλή του. Να χαιρετίσει τα γνώριμα δέντρα, ν’ αναζητήσει το δωμάτιο των παιδιών.
Τον ξύπνησε μια πιο άγρια φωνή δίπλα του.
Έφτασε ο νοικοκύρης Ανατολίτης και κάτι μυρίσθηκε.
Νe istersin, bre? Έπνιξε την οργή του.
• Αυτό το σπίτι είναι δικό μου.
• Αde kit. Ντικό μου είναι και τον έσπρωξε. Συγκρατήθηκε. Ο θυμός στα μάτια του τρομοκράτησε το καινούργιο αφεντικό πού μπήκε στην αυλή κι αμπάριασε την πόρτα.
Ο γυρισμός ήταν δύσκολος.
Στο τουρκικό φυλάκιο τον ρώτησαν.
• Έσιεις τίποτε δηλώσεις;
• Ναι. Ένα χαμένο σπίτι.
Πέρασε στο ελληνικό.
• Έχεις τίποτα να δηλώσεις;
• Ναι οργή για κείνους και ντροπή για μας.
Κατάλαβαν;
Αυτά σκεφτόταν. Η εφημερίδα-φύλακας έπεσε στο έδαφος.
Κάποιος κάτι υποψιάστηκε.
Πλησίασε. Ο Δημήτρης ήταν νεκρός.
Πήρε μαζί του την οργή του και την αηδία του. Και το μυστικό της επίσκεψης το πήρε στον τάφο.
[ σίβυλλα]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου